ανέννοιαστος
Смотреть что такое "ανέννοιαστος" в других словарях:
ανέννοιαστος — ἀνέννοιαστος, ον (Μ) βλ. ανέγνοιαστος … Dictionary of Greek
ανέγνοιαστος — και ανέννοιαστος, η, ο (Μ και ἀνέννοιαστος, η, ον) 1. ξέγνοιαστος, αμέριμνος 2. αμελημένος, αφημένος στην τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανέννοιαστος < αν στερ. + εννοιάζομαι. Ο τ. ανέγνοιαστος με επίδρ. του τ. έγνοια του ουσ. έννοια έγνοια] … Dictionary of Greek